Ο παράδεισος βρίσκεται όπου είσαι εσύ!

2016-11-09 14:51


Νότια Καρολίνα - Tσάρλεστον
 
 Ήταν καλοκαίρι...αρχές Ιουλίου του 1943. 
 Η ώρα κόντευε εννιά το πρωί.  Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε απο το παράθυρο και αγκάλιασε το ημίγυμνο κορμί της, καθώς εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο κόκκινο ανάκλινδρο, όπου απολάμβανε τον γλυκό, γεμάτο όνειρα ύπνο της.
Όνειρα, που ο μοναδικός πρωταγωνιστής, ήταν κάθε βράδυ εκείνος.
 Σήμερα λοιπόν, ήταν η μέρα που θα τον συναντούσε!
 Ήταν το πρώτο τους ραντεβού μετά απο τόσους μήνες αναμονής και κρυφού πάθους. 
 
 
  Ο 'Ερικ και η Βάλερι είχαν γνωριστεί τον Απρίλη σε ένα φιλικό πικ νικ στο πάρκο δίπλα στη λίμνη, όπου καθώς είχε σουρουπώσει, είχε μαζευτεί όλη η παρέα τριγύρω κι εκείνη με την κιθάρα της και την απαλή, βελούδινη φωνή της τραγουδούσε το  "I'll Never Smile Again" της αγαπημένης της Τζο Στάφορντ. 
 Όλοι την κοιτούσαν μαγεμένοι! Η στιγμή ήταν τόσο δυνατή που ο καθένας ερωτευόταν ότι υπήρχε μπροστά στα μάτια του. Άλλος τα ανθισμένα μπουμπούκια των λουλουδιών, που όσο βράδιαζε σκορπούσαν την ευωδιά τους, άλλος τα καταπράσινα φύλλα των δέντρων που χόρευαν αισθησιακά με τον άνεμο και κάποιοι άλλοι που ερωτεύονταν έτσι, τόσο απλά μεταξύ τους. Με ένα βλέμμα μονάχα, με ένα χαμόγελο ή... με μερικούς στίχους. 
 Έτσι κι εκείνοι. 
 Μόλις έφτασε στη μέση του τραγουδιού και ήταν να πεί το δεύτερο ρεφραίν, άκουσε μια βαθιά, αντρική φωνή να τη συνοδεύει και να σιγοτραγουδάει κι εκείνος τα ίδια λόγια μαζί της. Ξαφνιασμένη γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε...της χαμογέλασε και μέσα σε μια στιγμή έγιναν το αγαπημένο ντουέτο της παρέας, ενώ οι στίχοι που ξεπηδούσαν απο τα στόματα τους, ήταν λες και τους εξέφραζαν ειλικρινά ο ένας στον άλλον... 
" Δεν θα χαμογελάσω ξανά...μέχρι να χαμογελάσω σε σένα! 
   Δεν θα αγαπήσω ξανά...μέχρι να αγαπήσω εσένα!"
Αυτό ήταν...τα δευτερόλεπτα που χρειάζονται για να κλέψεις την ψυχή κάποιου, είναι μονάχα τέσσερα. Τέσσερα δευτερόλεπτα για να καταλάβεις ότι πίσω απο τα μάτια κάποιου, μπορεί να κρύβεται ο άλλος σου μισός κόσμος. Αρκεί να τα κοιτάξεις...βαθιά!
 
Οι μήνες κυλούσαν όμορφα και ταυτόχρονα με έντονη περιπέτεια. Ο ένας ανακάλυπτε τον άλλον καλύτερα μέσα απο την κοινή παρέα που έιχαν πια. Εκδρομές, βραδινά κέντρα με πολύ ποτό και χορό, πειράγματα στο σινεμά, φευγαλέα βλέμματα που μαρτυρούσαν πάθος, όμως μέχρι στιγμής κανένα πλησίασμα. 
 'Ηταν φόβος, δειλία, ανασφάλεια...ποιός ξέρει; Το μόνο θετικό σε αυτές τις μακροχρόνιες, όμορφα μαρτυρικά περιπτώσεις είναι ότι επιλέγεις να υποφέρεις, έχοντας σκοπό να κάνεις την φλόγα τόσο δυνατή, που στο τέλος να μη σε νοιάζει αν σε κάψει. Σκοπός της είναι να σε λιώνει σιγά σιγά κάθε μέρα...όλη μέρα. 
Αυτό ίσως ασυναίσθητα επιδίωκαν και οι δύο. Περίμεναν μάλλον την κατάλληλη στιγμή, που η φλόγα εκείνη θα έιχε κάψει ολοκληρωτικά το μυαλό και την καρδιά τους.
 Έτσι κι έγινε...εχθές...το μεσημέρι.
 Η αφορμή;  ένα λουλούδι πίσω απο τον καταράκτη. 
 
 Ο καταράκτης βρισκόταν μια ώρα μακρυά απο την πόλη. Εκεί, στο δάσος, που πολύ συχνά επισκεπτόνταν όλη η παρέα για ψάρεμα ή για κολύμπι. Ήταν ένα από τα αγαπημένα τους μέρη, αφού εκεί οι περισσότεροι έβρισκαν τον τρόπο να γαληνεύουν και να συζητάνε με τις ώρες διάφορα όμορφα θέματα μεταξύ τους. 
Πίσω απο τον τεράστιο και χειμαρρώδη καταράκτη όμως, φύτρωνε ένα σπάνιο είδος λουλουδιών που η αξία και η σημασία του ήταν ιδιαίτερη. Λεγόταν το λουλούδι της ηχούς. Ήταν μπλέ σκούρο με έξι μόνο πέταλα.
Το αποκαλούσαν έτσι γιατί υπήρχαν οι φήμες πώς αν του ψυθίριζες κάτι, αυτό είχε την ικάνότητα να το επαναλαμβάνει τη νύχτα.  
 Εκείνος ξαφνικά, βούτηξε στα δροσερά νερά του ποταμού και παρατηρώντας τον όλοι με αγωνία, πλησίαζε με έντονη ορμή τον οργισμένο καταράκτη, ωστέ να μπορέσει να περάσει μέσα απο τα θυμωμένα νερά, που έπεφταν με μανία πάνω του. 
 Ξαφνικά, χάθηκε απο τα μάτια όλων. Μόλις πέρασαν λίγα λεπτά όμως, 
εμφανίστηκε κολυμπώντας και κρατώντας το μπλέ λουλούδι στο στόμα του. Φτάνοντας στην όχθη, την πλησίασε, της χαμογέλασε και της έδωσε το λουλούδι. 
Εκείνη δεν είπε τίποτα...ανταπέδωσε ντροπαλά το χαμόγελο της, καθώς οι σιωπές και τα βλέμματα τους τα έλεγαν όλα. Το μόνο που έπρεπε να περιμένει, ήταν να κοπιάσει η νύχτα για να της ψυθιρίσει το λουλούδι αυτό που εκείνος του εκμηστηρεύτηκε.
 
 Η ώρα κόντευε δύο τα ξημερώματα κι ακόμα το λουλούδι που έιχε δίπλα στο μαξιλάρι της δεν έιχε πεί τίποτα. Έκανε όση ησυχία μπορούσε...ως και την ανάσα της προσπαθούσε να κρύψει. Όμως και πάλι, σιωπή.
"Πόσο ανόητοι είναι όλοι αυτοί που πιστεύουν αυτές τις γελοίες ιστορίες", σκέφτηκε...και αλλάζοντας πλευρό, έκλεισε τα μάτια της για να κοιμηθεί. 
 
" Δεν θα χαμογελάσω ξανά...μέχρι να χαμογελάσω σε σένα! 
   Δεν θα αγαπήσω ξανά...μέχρι να αγαπήσω εσένα!"
 
 Αυτά τα λόγια άκουσε σε μια χαμένη στιγμή στο αυτί της και άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της. Ήταν οι στίχοι που τραγούδησαν μαζί εκείνο το σούρουπο στο πάρκο.
 Ήταν πραγματικά η αίσθηση σαν όντως κάτι, κάποιος να της το σιγοψυθίρισε.
Έκπληκτη, αναλογίστηκε αν ήταν όνειρο ή αν όντως το λουλούδι της μίλησε και της επανέλαβε τα λόγια του. 
Τα χείλη της όμως, μετά απο λίγα δευτερόλεπτα, έκαναν μία μικρή, γλυκιά καμπύλη, αφού τότε συνειδητοποίησε τι ίσως μπορεί να σημαίνουν. 
Πήρε το λουλούδι στα χέρια της, το κοίταξε, το φίλησε και άφησε ξανά τον ύπνο να την οδηγήσει στα μεγάλα μονοπάτια των ονέιρων της. 
 
 12:20...μεσημέρι
Ο απρόσμενος ήχος του κουδουνιού στην πόρτα, την έκανε να ανοίξει ξαφνιασμένη τα μάτια της και να φτάσει στο κατώφλι της σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ούτε τη ρόμπα της δεν πρόλαβε να βάλει.
 Ανοίγοντας την εξώπορτα, δεν αντίκρυσε τίποτα παραπάνω πέρα απο την συνηθισμένη αλλά συγχρόνως λαχταριστή βιτρίνα του απέναντι αρτοζαχαροπλαστείου.
"Ποιος ήταν;", αναρωτήθηκε...κοιτώντας δεξιά και αριστερά...
Ξάφνου, χαμηλώνοντας ασυναίσθητα το βλέμμα της, ένας μικρός γαλάζιος φάκελος την "κοιτούσε" επίμονα, όντας παρατημένος στο πρώτο σκαλοπάτι. Αυτός κι ένα ροζ, ανθισμένο τριαντάφυλλο.
 Τον πήρε μονομιάς στα χέρια της και με τεράστια ανυπομονησία, σκίζοντας τον τριγύρω, περίμενε να δει τι έχει μέσα.
Ήταν ένα μισοσκισμένο χαρτάκι απο τετράδιο, που πανω του υπήρχαν αποτυπωμένες οκτώ μονάχα λέξεις.
"Το βράδυ στις 9, κάτω απο την ιτιά". Και για υστερόγραφο...μια νότα!
 
Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Είχε καταλάβει!
 Ο ενθουσιασμός την πλημμύριζε ολόκληρη. Τσαλάκωσε ασυναίσθητα το χαρτάκι μέσα στην παλάμη της και ακούμπησε απαλά με το ίδιο χέρι το αριστερό της στήθος, αφού ένιωθε πως η καρδιά της θα ξεπεταχτεί στα ουράνια.
 
Αμέσως μετά, μπήκε μέσα, έκλεισε τρανταχτά την πόρτα και προσπαθούσε για κάποια λεπτά να συνειδητοποιήσει τι ζούσε και τι επρόκειτο να ζήσει στο υπόλοιπο της ημέρας.
Είναι εξάλλου κάπως αδιανόητο το συναίσθημα της πραγματοποίησης ενός ονείρου. 
 Έβαλε λοιπόν στο παλιό πικάπ του πατέρα της να παίζει ο δίσκος με όλα τα τραγούδια απο την ταινία Καζαμπλάνκα, που είχαν δεί το περσινό καλοκαίρι σε θερινό σινεμά και καθώς ξεκίνησε να παίζει η μουσική, σήκωσε τα χέρια της, αγκάλιασε τον αόρατο πρίγκιπά της και χόρευε μαζί του με κλειστά μάτια. 
 
 Ύστερα, άνοιξε στο μπάνιο το ζεστό νερό να τρέχει για να γεμίσει η μπανιέρα κι έπειτα κατευθύνθηκε προς την μεγάλη, ξύλινη ντουλάπα. 
Τι να φορούσε? 
Το κρεβάτι της είχε γεμίσει μονομιάς με φορέματα, φούστες, καπέλα...
Έπρεπε να βρεί κάτι ξεχωριστό. Κάτι όμορφο και θηλυκό.
 Έβαζε το ένα, έβγαζε το άλλο μέχρι που μπροστά της εμφανίστηκε εκείνο το φόρεμα που κανένα άλλο δεν θα ταίριαζε στη σημερινή περίπτωση.
 Ήταν το φόρεμα που φορούσε τη μέρα που τον πρωτοσυνάντησε. Τη μέρα που τον αντίκρυσε εκείνο το σούρουπο στη λίμνη και σιγοτραγούδησε μαζί της κάτω απο την γριά ιτιά.
 Ένα πλισέ, κάτασπρο φόρεμα μέχρι το γόνατο με πολύχρωμα λουλούδια και μία πολύ λεπτή, διακριτική, χρυσή ζώνη στη μέση. 
Τα κόκκινα γοβάκια της και τα άσπρα δαντελένια γάντια της, θα ολοκλήρωναν το σύνολο. 
Ναι! αυτά θα φορούσε. Η εικόνα που είχε στο μυαλό της, ζωγραφίστηκε μονομιάς μπρος στα μάτια της. 
 
 Αφού τακτοποίησε όμορφα τα ρούχα της στην καρέκλα, έβγαλε το νυχτικό και τα εσώρουχά της, μπήκε στη μπανιέρα και απόλαυσε το μπάνιο της με την παρέα των σκέψεων της κι ένα ποτήρι λικέρ κανέλα στο δεξί χέρι.
 
Η ώρα περνούσε...ο ήλιος άρχισε να νυστάζει και το σούρουπο πλησίαζε και πάλι. 
Τα μακρυά, καστανόμαυρα μαλλιά της τα άφησε κάτω να ανεμίζουν. 
Λίγη πούδρα, ένα απαλό κραγιόν στο χρώμα των χειλιών της και ήταν έτοιμη να πάει να τον συναντήσει. 
 Καθώς προχώρησε προς την εξώπορτα, κοντοστάθηκε και γύρισε πίσω στο δωμάτιο σαν να είχε ξεχάσει κάτι. 
Δίπλα στο παράθυρο ήταν η κιθάρα της. Πλησίασε κοντά της, την πήρε αγκαλιά κι έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στον καθρέφτη. Χαμογέλασε...
Ναι! Τώρα ήταν έτοιμη!  
 
 Κατέβηκε τρέχοντας τα πέτρινα σκαλοπάτια του σπιτιού της και αφού έφτασε στο δρόμο, σήκωσε το χέρι της στο πρώτο ταξί που εμφανίστηκε μπροστά της. 
 Μπήκε μέσα. "Που πηγαίνουμε δεσποινίς;", ρώτησε ο ταξιτζής.
Εκείνη σιώπησε για μερικά δευτερόλεπτα...έπειτα τον κοίταξε μέσα απο τον καθρέφτη και χαμογελαστά, του είπε...
 "Στο πάρκο παρακαλώ". 
 
Δέκα λεπτά ήταν όλα κι όλα η απόσταση για να φτάσει στον προορισμό της. Για εκείνη όμως, τα λεπτά  φάνταζαν ώρες...
Σκεφτόταν σε όλη τη διαδρομή τι να πει μόλις τον πρωτοσυναντήσει. Να είναι σοβαρή...;  χαμογελαστή...; τι;;; 
Δεν θα υπήρχαν εξάλλου οι φίλοι τριγύρω για να το κάνουν πιο εύκολο. 
 
"Δεσποινίς φτάσαμε", άκουσε...
Έβγαλε τα λεφτά, πλήρωσε, καληνύχτησε τον ευγενικό ταξιτζή και παρέα με την κιθάρα της βγήκε απο το ταξί. 
Το πάρκο ήταν από την απέναντι μεριά του δρόμου. 
Καθώς το ταξί έφυγε και χάθηκε απο τα μάτια της, η Βάλερι ξεκίνησε να διασχίζει τον δρόμο.
Καθώς προχωρούσε, άρχισαν να εμφανίζονται ξαφνικά στα μάτια της ροδοπέταλα. Τα έφερνε ο άνεμος κοντά της. Ήταν ροζ.
"Από πού έρχονται όλα αυτά τα ροδοπέταλα;" αναλογίστηκε προβληματισμένη...
Όσο συνέχιζε να διασχίζει τον δρόμο, τα ροδοπέταλα άρχισαν να παίρνουν τη μορφή από ολόκληρα τριαντάφυλλα. Ανθισμένα και αυτά...
"Μα γιατί είναι τα τριαντάφυλλα στο δρόμο;" αναλογίστηκε ξανά...
Για έναν περίεργο λόγο ,το χαμόγελο, έπαψε να υπάρχει πια στα χείλη της.
Σηκώνοντας το βλέμμα της απο τον "ανθισμένο" δρόμο, ένα τεράστιο πλήθος κόσμου ήταν μαζεμένο στη μέση του δρόμου.
Κάποιες γυναίκες φώναζαν τρομοκρατημένες με σπαραγμό...κι ένας άντρας ακούστηκε στα αυτιά της να λέει... "Αναπνέει...αναπνέει".
 Η καρδιά της πάγωσε... Ήταν πια βέβαιη ότι κάτι φρικτό έιχε συμβεί.
Της το μαρτύρησαν εξάλλου τα ροζ, ανθισμένα τριαντάφυλλα...
 Για κάποιον περίεργο λόγο διατηρούσε την ψυχραιμία της, ενώ από τα μάτια της άρχισαν να κυλούν δάκρυα.
Παραμέρισε κι έσπρωξε απαλά με το χέρι της κάποιους ανθρώπους που έκλειναν τον κύκλο κι ένω δεν υπήρχε πια κανείς μπροστά της, τότε τον είδε...
Ήταν εκεί, στο δρόμο...ξαπλωμένος ανάσκελα. Ακίνητος...σαν να κοιτάει ξέγνοιαστος τον ουρανό και να χαζεύει τ' άστρα...ενώ σιγά σιγά, άρχισε να σχηματίζεται σαν μαξιλάρι το αίμα που έτρεχε αργά από το κρανίο του. 
Ο κύριος δίπλα του, φώναζε στον κόσμο με λιγμούς..." Δεν κατάλαβα πότε βγήκε στον δρόμο...δεν φταίω εγώ, δεν φταίω!".
Η Βάλερι όμως δεν άκουγε τίποτα και κανέναν.
Έφτασε δίπλα του, λύγισε με τα γόνατά της και κοίταξε μονάχα το πρόσωπό του. 
Ήξερε ότι ήταν η τελευταία φορά που κοιτούσε τα μάτια του...
Τα δάκρυά της έπεφταν σαν σταγόνες βροχής πάνω στα δικά του.
Η αίσθηση αυτή στο πρόσωπό του, τον έκανε να την κοιτάξει...
Χάθηκαν για μια στιγμή μαζί...αφού τα βλέμματά τους μαρτυρούσαν κι έλεγαν τόσα πράγματα εκείνη τη στιγμή, που οι λέξεις δεν ήταν απαραίτητες...
Τον κοιτούσε...την κοιτούσε...
Του έπιασε απαλά το χέρι και άφησε τότε στην παλάμη του, το μπλε λουλούδι του καταράκτη, που της είχε δώσει την προηγούμενη μέρα.
Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο του και του σιγοψυθίρισε στο αυτί...
" Δεν θα χαμογελάσω ξανά...μέχρι να χαμογελάσω σε σένα! 
   Δεν θα αγαπήσω ξανά...μέχρι να αγαπήσω εσένα!"
 
Toυ έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη του...
Τον κοίταξε για άλλη μία φορά...
Της χαμογέλασε...
Του χαμογέλασε...
 
Και τα μάτια του έκλεισαν.
 
  
 
 
 
 
 
 
 
 
Νότια Καρολίνα - Tσάρλεστον
 
 Ήταν καλοκαίρι...αρχές Ιουλίου του 1943. 
 Η ώρα κόντευε εννιά το πρωί.  Ένα δροσερό αεράκι φύσηξε απο το παράθυρο και αγκάλιασε το ημίγυμνο κορμί της, καθώς εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο κόκκινο ανάκλινδρο, όπου απολάμβανε τον γλυκό, γεμάτο όνειρα ύπνο της.
Όνειρα, που ο μοναδικός πρωταγωνιστής, ήταν κάθε βράδυ εκείνος.
 Σήμερα λοιπόν, ήταν η μέρα που θα τον συναντούσε!
 Ήταν το πρώτο τους ραντεβού μετά απο τόσους μήνες αναμονής και κρυφού πάθους. 
 
  Ο 'Ερικ και η Βάλερι είχαν γνωριστεί τον Απρίλη σε ένα φιλικό πικ νικ στο πάρκο δίπλα στη λίμνη, όπου καθώς είχε σουρουπώσει, είχε μαζευτεί όλη η παρέα τριγύρω κι εκείνη με την κιθάρα της και την απαλή, βελούδινη φωνή της τραγουδούσε το  "I'll Never Smile Again" της αγαπημένης της Τζο Στάφορντ. 
 Όλοι την κοιτούσαν μαγεμένοι! Η στιγμή ήταν τόσο δυνατή που ο καθένας ερωτευόταν ότι υπήρχε μπροστά στα μάτια του. Άλλος τα ανθισμένα μπουμπούκια των λουλουδιών, που όσο βράδιαζε σκορπούσαν την ευωδιά τους, άλλος τα καταπράσινα φύλλα των δέντρων που χόρευαν αισθησιακά με τον άνεμο και κάποιοι άλλοι που ερωτεύονταν έτσι, τόσο απλά μεταξύ τους. Με ένα βλέμμα μονάχα, με ένα χαμόγελο ή... με μερικούς στίχους. 
 Έτσι κι εκείνοι. 
 Μόλις έφτασε στη μέση του τραγουδιού και ήταν να πεί το δεύτερο ρεφραίν, άκουσε μια βαθιά, αντρική φωνή να τη συνοδεύει και να σιγοτραγουδάει κι εκείνος τα ίδια λόγια μαζί της. Ξαφνιασμένη γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε...της χαμογέλασε και μέσα σε μια στιγμή έγιναν το αγαπημένο ντουέτο της παρέας, ενώ οι στίχοι που ξεπηδούσαν απο τα στόματα τους, ήταν λες και τους εξέφραζαν ειλικρινά ο ένας στον άλλον... 
" Δεν θα χαμογελάσω ξανά...μέχρι να χαμογελάσω σε σένα! 
   Δεν θα αγαπήσω ξανά...μέχρι να αγαπήσω εσένα!"
Αυτό ήταν...τα δευτερόλεπτα που χρειάζονται για να κλέψεις την ψυχή κάποιου, είναι μονάχα τέσσερα. Τέσσερα δευτερόλεπτα για να καταλάβεις ότι πίσω απο τα μάτια κάποιου, μπορεί να κρύβεται ο άλλος σου μισός κόσμος. Αρκεί να τα κοιτάξεις...βαθιά!
 
Οι μήνες κυλούσαν όμορφα και ταυτόχρονα με έντονη περιπέτεια. Ο ένας ανακάλυπτε τον άλλον καλύτερα μέσα απο την κοινή παρέα που έιχαν πια. Εκδρομές, βραδινά κέντρα με πολύ ποτό και χορό, πειράγματα στο σινεμά, φευγαλέα βλέμματα που μαρτυρούσαν πάθος, όμως μέχρι στιγμής κανένα πλησίασμα. 
 'Ηταν φόβος, δειλία, ανασφάλεια...ποιός ξέρει; Το μόνο θετικό σε αυτές τις μακροχρόνιες, όμορφα μαρτυρικά περιπτώσεις είναι ότι επιλέγεις να υποφέρεις, έχοντας σκοπό να κάνεις την φλόγα τόσο δυνατή, που στο τέλος να μη σε νοιάζει αν σε κάψει. Σκοπός της είναι να σε λιώνει σιγά σιγά κάθε μέρα...όλη μέρα. 
Αυτό ίσως ασυναίσθητα επιδίωκαν και οι δύο. Περίμεναν μάλλον την κατάλληλη στιγμή, που η φλόγα εκείνη θα έιχε κάψει ολοκληρωτικά το μυαλό και την καρδιά τους.
 Έτσι κι έγινε...εχθές...το μεσημέρι.
 Η αφορμή;  ένα λουλούδι πίσω απο τον καταράκτη. 
 
 Ο καταράκτης βρισκόταν μια ώρα μακρυά απο την πόλη. Εκεί, στο δάσος, που πολύ συχνά επισκεπτόνταν όλη η παρέα για ψάρεμα ή για κολύμπι. Ήταν ένα από τα αγαπημένα τους μέρη, αφού εκεί οι περισσότεροι έβρισκαν τον τρόπο να γαληνεύουν και να συζητάνε με τις ώρες διάφορα όμορφα θέματα μεταξύ τους. 
Πίσω απο τον τεράστιο και χειμαρρώδη καταράκτη όμως, φύτρωνε ένα σπάνιο είδος λουλουδιών που η αξία και η σημασία του ήταν ιδιαίτερη. Λεγόταν το λουλούδι της ηχούς. Ήταν μπλέ σκούρο με έξι μόνο πέταλα.
Το αποκαλούσαν έτσι γιατί υπήρχαν οι φήμες πώς αν του ψυθίριζες κάτι, αυτό είχε την ικάνότητα να το επαναλαμβάνει τη νύχτα.  
 Εκείνος ξαφνικά, βούτηξε στα δροσερά νερά του ποταμού και παρατηρώντας τον όλοι με αγωνία, πλησίαζε με έντονη ορμή τον οργισμένο καταράκτη, ωστέ να μπορέσει να περάσει μέσα απο τα θυμωμένα νερά, που έπεφταν με μανία πάνω του. 
 Ξαφνικά, χάθηκε απο τα μάτια όλων. Μόλις πέρασαν λίγα λεπτά όμως, 
εμφανίστηκε κολυμπώντας και κρατώντας το μπλέ λουλούδι στο στόμα του. Φτάνοντας στην όχθη, την πλησίασε, της χαμογέλασε και της έδωσε το λουλούδι. 
Εκείνη δεν είπε τίποτα...ανταπέδωσε ντροπαλά το χαμόγελο της, καθώς οι σιωπές και τα βλέμματα τους τα έλεγαν όλα. Το μόνο που έπρεπε να περιμένει, ήταν να κοπιάσει η νύχτα για να της ψυθιρίσει το λουλούδι αυτό που εκείνος του εκμηστηρεύτηκε.
 
 Η ώρα κόντευε δύο τα ξημερώματα κι ακόμα το λουλούδι που έιχε δίπλα στο μαξιλάρι της δεν έιχε πεί τίποτα. Έκανε όση ησυχία μπορούσε...ως και την ανάσα της προσπαθούσε να κρύψει. Όμως και πάλι, σιωπή.
"Πόσο ανόητοι είναι όλοι αυτοί που πιστεύουν αυτές τις γελοίες ιστορίες", σκέφτηκε...και αλλάζοντας πλευρό, έκλεισε τα μάτια της για να κοιμηθεί. 
 
" Δεν θα χαμογελάσω ξανά...μέχρι να χαμογελάσω σε σένα! 
   Δεν θα αγαπήσω ξανά...μέχρι να αγαπήσω εσένα!"
 
 Αυτά τα λόγια άκουσε σε μια χαμένη στιγμή στο αυτί της και άνοιξε ξαφνικά τα μάτια της. Ήταν οι στίχοι που τραγούδησαν μαζί εκείνο το σούρουπο στο πάρκο.
 Ήταν πραγματικά η αίσθηση σαν όντως κάτι, κάποιος να της το σιγοψυθίρισε.
Έκπληκτη, αναλογίστηκε αν ήταν όνειρο ή αν όντως το λουλούδι της μίλησε και της επανέλαβε τα λόγια του. 
Τα χείλη της όμως, μετά απο λίγα δευτερόλεπτα, έκαναν μία μικρή, γλυκιά καμπύλη, αφού τότε συνειδητοποίησε τι ίσως μπορεί να σημαίνουν. 
Πήρε το λουλούδι στα χέρια της, το κοίταξε, το φίλησε και άφησε ξανά τον ύπνο να την οδηγήσει στα μεγάλα μονοπάτια των ονέιρων της. 
 
 12:20...μεσημέρι
Ο απρόσμενος ήχος του κουδουνιού στην πόρτα, την έκανε να ανοίξει ξαφνιασμένη τα μάτια της και να φτάσει στο κατώφλι της σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ούτε τη ρόμπα της δεν πρόλαβε να βάλει.
 Ανοίγοντας την εξώπορτα, δεν αντίκρυσε τίποτα παραπάνω πέρα απο την συνηθισμένη αλλά συγχρόνως λαχταριστή βιτρίνα του απέναντι αρτοζαχαροπλαστείου.
"Ποιος ήταν;", αναρωτήθηκε...κοιτώντας δεξιά και αριστερά...
Ξάφνου, χαμηλώνοντας ασυναίσθητα το βλέμμα της, ένας μικρός γαλάζιος φάκελος την "κοιτούσε" επίμονα, όντας παρατημένος στο πρώτο σκαλοπάτι. Αυτός κι ένα ροζ, ανθισμένο τριαντάφυλλο.
 Τον πήρε μονομιάς στα χέρια της και με τεράστια ανυπομονησία, σκίζοντας τον τριγύρω, περίμενε να δει τι έχει μέσα.
Ήταν ένα μισοσκισμένο χαρτάκι απο τετράδιο, που πανω του υπήρχαν αποτυπωμένες οκτώ μονάχα λέξεις.
"Το βράδυ στις 9, κάτω απο την ιτιά". Και για υστερόγραφο...μια νότα!
 
Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Είχε καταλάβει!
 Ο ενθουσιασμός την πλημμύριζε ολόκληρη. Τσαλάκωσε ασυναίσθητα το χαρτάκι μέσα στην παλάμη της και ακούμπησε απαλά με το ίδιο χέρι το αριστερό της στήθος, αφού ένιωθε πως η καρδιά της θα ξεπεταχτεί στα ουράνια.
 
Αμέσως μετά, μπήκε μέσα, έκλεισε τρανταχτά την πόρτα και προσπαθούσε για κάποια λεπτά να συνειδητοποιήσει τι ζούσε και τι επρόκειτο να ζήσει στο υπόλοιπο της ημέρας.
Είναι εξάλλου κάπως αδιανόητο το συναίσθημα της πραγματοποίησης ενός ονείρου. 
 Έβαλε λοιπόν στο παλιό πικάπ του πατέρα της να παίζει ο δίσκος με όλα τα τραγούδια απο την ταινία Καζαμπλάνκα, που είχαν δεί το περσινό καλοκαίρι σε θερινό σινεμά και καθώς ξεκίνησε να παίζει η μουσική, σήκωσε τα χέρια της, αγκάλιασε τον αόρατο πρίγκιπά της και χόρευε μαζί του με κλειστά μάτια. 
 
 Ύστερα, άνοιξε στο μπάνιο το ζεστό νερό να τρέχει για να γεμίσει η μπανιέρα κι έπειτα κατευθύνθηκε προς την μεγάλη, ξύλινη ντουλάπα. 
Τι να φορούσε? 
Το κρεβάτι της είχε γεμίσει μονομιάς με φορέματα, φούστες, καπέλα...
Έπρεπε να βρεί κάτι ξεχωριστό. Κάτι όμορφο και θηλυκό.
 Έβαζε το ένα, έβγαζε το άλλο μέχρι που μπροστά της εμφανίστηκε εκείνο το φόρεμα που κανένα άλλο δεν θα ταίριαζε στη σημερινή περίπτωση.
 Ήταν το φόρεμα που φορούσε τη μέρα που τον πρωτοσυνάντησε. Τη μέρα που τον αντίκρυσε εκείνο το σούρουπο στη λίμνη και σιγοτραγούδησε μαζί της κάτω απο την γριά ιτιά.
 Ένα πλισέ, κάτασπρο φόρεμα μέχρι το γόνατο με πολύχρωμα λουλούδια και μία πολύ λεπτή, διακριτική, χρυσή ζώνη στη μέση. 
Τα κόκκινα γοβάκια της και τα άσπρα δαντελένια γάντια της, θα ολοκλήρωναν το σύνολο. 
Ναι! αυτά θα φορούσε. Η εικόνα που είχε στο μυαλό της, ζωγραφίστηκε μονομιάς μπρος στα μάτια της. 
 
 Αφού τακτοποίησε όμορφα τα ρούχα της στην καρέκλα, έβγαλε το νυχτικό και τα εσώρουχά της, μπήκε στη μπανιέρα και απόλαυσε το μπάνιο της με την παρέα των σκέψεων της κι ένα ποτήρι λικέρ κανέλα στο δεξί χέρι.
 
Η ώρα περνούσε...ο ήλιος άρχισε να νυστάζει και το σούρουπο πλησίαζε και πάλι. 
Τα μακρυά, καστανόμαυρα μαλλιά της τα άφησε κάτω να ανεμίζουν. 
Λίγη πούδρα, ένα απαλό κραγιόν στο χρώμα των χειλιών της και ήταν έτοιμη να πάει να τον συναντήσει. 
 Καθώς προχώρησε προς την εξώπορτα, κοντοστάθηκε και γύρισε πίσω στο δωμάτιο σαν να είχε ξεχάσει κάτι. 
Δίπλα στο παράθυρο ήταν η κιθάρα της. Πλησίασε κοντά της, την πήρε αγκαλιά κι έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στον καθρέφτη. Χαμογέλασε...
Ναι! Τώρα ήταν έτοιμη!  
 
 Κατέβηκε τρέχοντας τα πέτρινα σκαλοπάτια του σπιτιού της και αφού έφτασε στο δρόμο, σήκωσε το χέρι της στο πρώτο ταξί που εμφανίστηκε μπροστά της. 
 Μπήκε μέσα. "Που πηγαίνουμε δεσποινίς;", ρώτησε ο ταξιτζής.
Εκείνη σιώπησε για μερικά δευτερόλεπτα...έπειτα τον κοίταξε μέσα απο τον καθρέφτη και χαμογελαστά, του είπε...
 "Στο πάρκο παρακαλώ". 
 
Δέκα λεπτά ήταν όλα κι όλα η απόσταση για να φτάσει στον προορισμό της. Για εκείνη όμως, τα λεπτά  φάνταζαν ώρες...
Σκεφτόταν σε όλη τη διαδρομή τι να πει μόλις τον πρωτοσυναντήσει. Να είναι σοβαρή...;  χαμογελαστή...; τι;;; 
Δεν θα υπήρχαν εξάλλου οι φίλοι τριγύρω για να το κάνουν πιο εύκολο. 
 
"Δεσποινίς φτάσαμε", άκουσε...
Έβγαλε τα λεφτά, πλήρωσε, καληνύχτησε τον ευγενικό ταξιτζή και παρέα με την κιθάρα της βγήκε απο το ταξί. 
Το πάρκο ήταν από την απέναντι μεριά του δρόμου. 
Καθώς το ταξί έφυγε και χάθηκε απο τα μάτια της, η Βάλερι ξεκίνησε να διασχίζει τον δρόμο.
Καθώς προχωρούσε, άρχισαν να εμφανίζονται ξαφνικά στα μάτια της ροδοπέταλα. Τα έφερνε ο άνεμος κοντά της. Ήταν ροζ.
"Από πού έρχονται όλα αυτά τα ροδοπέταλα;" αναλογίστηκε προβληματισμένη...
Όσο συνέχιζε να διασχίζει τον δρόμο, τα ροδοπέταλα άρχισαν να παίρνουν τη μορφή από ολόκληρα τριαντάφυλλα. Ανθισμένα και αυτά...
"Μα γιατί είναι τα τριαντάφυλλα στο δρόμο;" αναλογίστηκε ξανά...
Για έναν περίεργο λόγο ,το χαμόγελο, έπαψε να υπάρχει πια στα χείλη της.
Σηκώνοντας το βλέμμα της απο τον "ανθισμένο" δρόμο, ένα τεράστιο πλήθος κόσμου ήταν μαζεμένο στη μέση του δρόμου.
Κάποιες γυναίκες φώναζαν τρομοκρατημένες με σπαραγμό...κι ένας άντρας ακούστηκε στα αυτιά της να λέει... "Αναπνέει...αναπνέει".
 Η καρδιά της πάγωσε... Ήταν πια βέβαιη ότι κάτι φρικτό έιχε συμβεί.
Της το μαρτύρησαν εξάλλου τα ροζ, ανθισμένα τριαντάφυλλα...
 Για κάποιον περίεργο λόγο διατηρούσε την ψυχραιμία της, ενώ από τα μάτια της άρχισαν να κυλούν δάκρυα.
Παραμέρισε κι έσπρωξε απαλά με το χέρι της κάποιους ανθρώπους που έκλειναν τον κύκλο κι ένω δεν υπήρχε πια κανείς μπροστά της, τότε τον είδε...
Ήταν εκεί, στο δρόμο...ξαπλωμένος ανάσκελα. Ακίνητος...σαν να κοιτάει ξέγνοιαστος τον ουρανό και να χαζεύει τ' άστρα...ενώ σιγά σιγά, άρχισε να σχηματίζεται σαν μαξιλάρι το αίμα που έτρεχε αργά από το κρανίο του. 
Ο κύριος δίπλα του, φώναζε στον κόσμο με λιγμούς..." Δεν κατάλαβα πότε βγήκε στον δρόμο...δεν φταίω εγώ, δεν φταίω!".
Η Βάλερι όμως δεν άκουγε τίποτα και κανέναν.
Έφτασε δίπλα του, λύγισε με τα γόνατά της και κοίταξε μονάχα το πρόσωπό του. 
Ήξερε ότι ήταν η τελευταία φορά που κοιτούσε τα μάτια του...
Τα δάκρυά της έπεφταν σαν σταγόνες βροχής πάνω στα δικά του.
Η αίσθηση αυτή στο πρόσωπό του, τον έκανε να την κοιτάξει...
Χάθηκαν για μια στιγμή μαζί...αφού τα βλέμματά τους μαρτυρούσαν κι έλεγαν τόσα πράγματα εκείνη τη στιγμή, που οι λέξεις δεν ήταν απαραίτητες...
Τον κοιτούσε...την κοιτούσε...
Του έπιασε απαλά το χέρι και άφησε τότε στην παλάμη του, το μπλε λουλούδι του καταράκτη, που της είχε δώσει την προηγούμενη μέρα.
Έσκυψε κοντά στο πρόσωπο του και του σιγοψυθίρισε στο αυτί...
" Δεν θα χαμογελάσω ξανά...μέχρι να χαμογελάσω σε σένα! 
   Δεν θα αγαπήσω ξανά...μέχρι να αγαπήσω εσένα!"
 
Toυ έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη του...
Τον κοίταξε για άλλη μία φορά...
Της χαμογέλασε...
Του χαμογέλασε...
 
Και τα μάτια του έκλεισαν.